Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη – Ο συνθέτης ήταν πάντα ανοιχτός στο να περάσει το έργο του στις επόμενες γενιές μέσα από νέες ερμηνείες.
Ο συνθέτης ήξερε πολύ καλά τί θέλει από έναν ερμηνευτή και πώς να του το εκμαιεύσει. Ήταν λοιπόν εκείνος που ανακάλυψε και σύστησε στο ευρύ κοινό νέες φωνές που έμελλε να σημαδέψουν με τις ερμηνείες τους την ελληνική μουσική και αυτός που χάρισε καταξίωση σε ήδη δημοφιλές ερμηνευτές της εποχής ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει την ευκαιρία σε τραγουδιστές της νέας γενιάς να δοκιμαστούν στην δική του, υψηλή μουσική τέχνη.
Η ελληνική μουσική, το τραγούδι της χώρας μας, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, δεν θα ήταν οι ίδιες χωρίς τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. «Η συλλογική φωνή της Ελλάδας» είχε πει κάποτε ο Μίκης και μέσα σε αυτή τη μεστή νοημάτων φράση έκλεισε τα πάντα: την ποιότητα, το ύφος και το ήθος. Την ένταση, την έκταση, τον χρωματισμό. Την απόδοση της μουσικής και του λόγου. Πράγματι. Το τραγούδι άλλαξε ριζικά όταν ακούστηκε η φωνή του Μπιθικώτση στον στίχο του Γιάννη Ρίτσου από τον «Επιτάφιο»: «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης». Και να φανταστεί κανείς ότι στην αρχή, ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης, σαν μικρά παιδιά, κορόιδευαν τους στίχους…
Ο Επιτάφιος κυκλοφόρησε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων του ’60. Ύστερα έρχεται η σειρά του «Άξιον Εστί». Τόσα χρόνια και τόσες εκτελέσεις του έργου μετά, είναι πλέον βέβαιο ότι κανένας δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει καλύτερα τα λαϊκά τραγούδια του έργου.Η «Ρωμιοσύνη» είναι η τρίτη μεγάλη μελοποίηση ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη. Η αντρίκεια, δωρική φωνή του Μπιθικώτση θα τραγουδήσει και πάλι τους καημούς και τις ελπίδες της φυλής, θα αγαπηθεί από όλη την Αριστερά, από όλη την Ελλάδα.
Η Μαρία Φαραντούρη έχει κατακτήσει τον τίτλο της ιδανικής ερμηνεύτριας του Μίκη Θεοδωράκη. Ο συνθέτης την άκουσε για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Ήταν τόσο βαθιά η εντύπωση, που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;». «Το ξέρω», ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια ισόβια καλλιτεχνική σχέση.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Το 1965 και ενώ συνεργάζονταν ήδη στενά, την κάλεσε ο συνθέτης στο σπίτι του και της έπαιξε στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει ειδικά για εκείνην: τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Πολύ σύντομα, ο συνθέτης της έγραψε και έξι τραγούδια, τα οποία ονόμασε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας ήδη από τόσο νεαρή ηλικία αυτήν που επρόκειτο να γίνει η κύρια ερμηνεύτρια του – η ιέρεια του!
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη. Ενωρίτερα, σ’ ένα χαρτάκι από μαστίχα, είχε προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα, με το οποίο την συμβούλευε να φύγει για το εξωτερικό. Ήταν μόλις 20 ετών, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το Παρίσι, και έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονταν στην αντιδικτατορική δράση. Με τις συναυλίες της στην Ευρώπη και την Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις της κράτησε ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη.
Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον όσοι παρακολούθησαν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον Πέτρο Πανδή σφράγισαν με την ερμηνεία τους. Και η σχέση αυτή δεν σταμάτησε ποτέ…
Τραγούδια του Μίκη ερμήνευσε και ο κορυφαίος λαϊκός βάρδος Στέλιος Καζαντζίδης. Οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν το 1961 όταν ο Καζαντζίδης ερμήνευσε έξι τραγούδια από τον κύκλο του συνθέτη «Πολιτεία Α’«. Δεκατρία χρόνια μετά, το 1971, θα ηχογραφήσουν μαζί τον δίσκο «Στην Ανατολή» που περιελάμβανε 12 εξαιρετικά λαϊκά τραγούδια τα οποία δυστυχώς δεν έκαναν την εμπορική επιτυχία που τους άξιζε εξαιτίας του σαμποτάζ που δέχτηκαν από στις «σκοτεινές» δυνάμεις των δισκογραφικών εταιρειών της εποχής.
«Ήταν για μένα όνειρο να συνεργαστώ με τον Μανώλη Χιώτη. Ότι έκαναν τώρα οι καινούργιοι μ’ όλα τα μηχανήματα δεν έφθασαν στο ύψος εκείνων των ηχογραφήσεων, που οφείλονται, εν πολλοίς, και εις τον Χιώτη. Και εκεί ακριβώς φάνηκε η άλλη πλευρά του Χιώτη. Ένας Χιώτης που μπορούσε να κάνει ο,τιδήποτε στη μουσική»: τα παραπάνω είχε δηλώσει ο Μίκης Θεοδωράκης για τον «μάγο» του μπουζουκιού ο οποίος έπαιξε μαζί του στον «Επιτάφιο».
Και ο Γιώργος Νταλάρας όμως συνέδεσε ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής του πορείας με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Οι δυο τους συνεργάστηκαν για πρώτη φορά δισκογραφικά το 1974 στα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας. Δύο χρόνια αργότερα θα ηχογραφήσουν τα τραγούδια ««Κόκκινο Τριαντάφυλλο» και «Εκείνος ήταν μόνος» στη μνήμη του Αλέκου Παναγούλη για να ξανασυναντηθούν το 1981 στις ηχογραφήσεις του δίσκου «Ραντάρ». Παράλληλα ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε και ηχογράφησε το «Άξιον Εστί» αλλά και τη «Ρωμιοσύνη», ένα έργο που επανεκτελέστηκε μετά από 40 ολόκληρα χρόνια, και πολλά ακόμη τραγούδια του συνθέτη.
Τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη ερμήνευσαν στην δισκογραφία και πολλοί ακόμη σημαντικοί ερμηνευτές. Μεταξύ αυτών η Μαρία Δημητριάδη, ο Πέτρος Πανδής,ο Αντώνης Καλογιάννης, η Ντόρα Γιαννακοπούλου, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πάριος κ.α.
Ο συνθέτης μάλιστα ήταν πάντα ανοιχτός στο να περάσει το έργο του στις επόμενες γενιές μέσα από νέες ερμηνείες όπως αυτές των Μάριου Φραγκούλη Γιάννη Κότσιρα, Δημήτρη Μπάση, Αλκίνοου Ιωαννίδη, Σωκράτη Μάλαμα, Γιάννη Χαρούλη, Φωτεινής Δάρρα κ.α. Ο Μίκης ήθελε να ακούγεται η μουσική του, να μαθαίνουν τα νέα παιδιά τα τραγούδια του. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια έδωσε την άδεια να τον τραγουδήσουν νέοι δημοφιλείς ερμηνευτές, όπως ο Αντώνης Ρέμος, η Πέγκυ Ζήνα ακόμη και ο Σάκης Ρουβάς απόφαση με την οποία αρκετοί διαφώνησαν.
Παράλληλα όμως ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδήθηκε και από κορυφαίες φωνές της διεθνούς μουσικής σκηνής. Οι θρυλικοί Beatles τραγούδησαν στα αγγλικά το υπέροχο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», η Edith Piaf την «Όμορφη Πόλη», η Shirley Bassey «Το Γελαστό Παιδί», η Dalida «To τρένο φεύγει στις 8».