Ενα από τα πιο γνωστά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι το ελλειμματικό ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου. Είναι αυτό το πρόβλημα που, μαζί με αρκετούς άλλους παράγοντες, οδήγησε στην πρόσφατη πολυετή οικονομική κρίση. Είναι, επίσης, γεγονός ότι η οικονομική κρίση περιόρισε σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα, αρχικά, κυρίως λόγω της μείωσης των εισαγωγών ως άμεσης συνέπειας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και, κατόπιν, λόγω της συνεχούς αύξησης των εξαγωγών, κάτι που δείχνει μια τάση βελτίωσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*
Δεδομένου ότι το εμπορικό ισοζύγιο δεν μας έχει συνηθίσει σε πλεονάσματα, αποτελεί ευχάριστη είδηση όταν αυτό συμβαίνει έστω για συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας μας. Αυτός είναι ο αγροτικός τομέας και συγκεκριμένα ο αγροδιατροφικός κλάδος, με προϊόντα τα οποία το προηγούμενο έτος, 2021, διατήρησαν το εμπορικό πλεόνασμα ύψους περίπου 0,5 δισ. ευρώ που είχε αρχικά επιτευχθεί το 2020 για πρώτη φορά από το 1984, δηλαδή μετά από 36 χρόνια. Μελετώντας τα στοιχεία της περιόδου 2008-2019, διαπιστώνουμε ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών όλων των κατηγοριών αγροδιατροφικών προϊόντων ήταν μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των εισαγωγών. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος από το ιστορικό υψηλό των 3,05 δισ. ευρώ στα 0,7 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συρρίκνωση του ελλείμματος συνέβη αρχικά πολύ γρήγορα, μέσα στα πρώτα χρόνια της κρίσης, και περιορίστηκε σε επίπεδα λίγο πάνω από το 1 δισ. ευρώ ήδη από το 2012, οπότε και διατηρήθηκε σχεδόν σταθερό μέχρι το 2014. Το 2015, μειώθηκε στα επίπεδα λίγο πάνω από 0,5 δισ. ευρώ και μέχρι το 2019 το έλλειμμα παρέμεινε στην περιοχή των 500-900 εκατ. ευρώ χωρίς να φαίνεται ότι η δυναμική του αγροδιατροφικού τομέα θα μπορούσε να εξαλείψει αυτό το έλλειμμα και να το μετατρέψει σε πλεόνασμα. Με την έλευση του κορωνοϊού, το 2020, το κλείσιμο των ξενοδοχείων και των επιχειρήσεων εστίασης επέφερε σημαντική μείωση των εισαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων.
Ταυτοχρόνως, οι εξαγωγές όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν αρνητικά, αλλά αυξήθηκαν με ρυθμό 8,6%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη εξάλειψη του ελλείμματος και την εμφάνιση, για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια, εμπορικού πλεονάσματος ύψους 524 εκατ. ευρώ. Το επόμενο έτος, 2021, παρά την (αναμενόμενη) σημαντική αύξηση των εισαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων (18,1%), οι εξαγωγές επίσης αυξήθηκαν με ταχύ ρυθμό 16,3%. Ως αποτέλεσμα το ισοζύγιο παρέμεινε πλεονασματικό για δεύτερη συνεχή χρονιά στα 492 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας ελάχιστη μείωση, μόλις 32 εκατ. ευρώ.
Είναι σαφές ότι για να διατηρηθεί το θετικό ισοζύγιο στα αγροδιατροφικά προϊόντα, θα πρέπει να συνεισφέρουν όλες οι ομάδες προϊόντων. Αξια ιδιαίτερης μνείας είναι τα γαλακτοκομικά, τα οποία από έντονα ελλειμματικά έχουν σχεδόν εξαλείψει το έλλειμμα μέσω της συνεχούς και δυναμικής αύξησης των εξαγωγών τους (κυρίως φέτας και γιαουρτιού). Οι υδατοκαλλιέργειες έχουν επίσης μεγάλες δυνατότητες ανταποκρινόμενες στη διεθνή αλματώδη αύξηση της ζήτησης για ιχθυρά, δεδομένων των περιορισμών της θαλάσσιας αλίευσης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιβαρύνει σημαντικά τις ήδη επιβαρυμένες από τον κορωνοϊό εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πληθωρισμός αποτελεί άλλον έναν παράγοντα ανησυχίας. Δεν θα πρέπει να αμελείται και η επίδραση της κλιματικής κρίσης στην αγροτική παραγωγή.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η ελληνική αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων έχουν δείξει μέχρι τώρα πολύ θετικά σημάδια δυναμικής και ευρωστίας. Η αύξηση της παραγωγής του κτηνοτροφικού κλάδου αφενός και η βελτίωση της μεταποίησης για την επίτευξη υψηλότερης προστιθέμενης αξίας στα εξαγώγιμα προϊόντα αφετέρου είναι οι δύο πυλώνες πάνω στους οποίους η ελληνική παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων μπορεί να στηρίξει τη διατήρηση και τη διεύρυνση του εμπορικού πλεονάσματος, το οποίο πέτυχε τα δύο τελευταία χρόνια.