Με την τιμή του φυσικού αερίου να βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, την τιμή του πετρελαίου να ξεπερνάει τα 80 δολάρια ανά βαρέλι και την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος να έχει πάρει την ανιούσα, οι ανησυχίες για τις προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα. Ιδίως αυτή την περίοδο, κατά την οποία η εγχώρια οικονομία «τρέχει» με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, σε συνδυασμό με το μπαράζ ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και τα μεταφορικά, έχουν επιφέρει ένα μεγάλο «ψαλίδισμα» των περιθωρίων κέρδους και ανταγωνιστικότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις, το οποίο μάλιστα δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τον μεγάλο όγκο πωλήσεων. Για τον απλούστατο λόγο ότι η παραγωγή δεν φθάνει να καλύψει τη ζήτηση, δημιουργώντας έναν επαναλαμβανόμενο φαύλο κύκλο.
Σύμφωνα με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στον κλάδο της βιομηχανίας υποχώρησε τον Σεπτέμβριο στις 106,9 μονάδες έναντι 114,6 μονάδων τον Αύγουστο. Παρότι η εν λόγω επίδοση είναι αισθητά υψηλότερη σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020 (86,4 μονάδες), δεν παύει να αποτελεί το πρώτο πισωγύρισμα, μετά από αρκετούς μήνες βελτίωσης.
Διαβάστε επίσης: Πώς το ενεργειακό κόστος επηρεάζει τη βιομηχανία – Πέντε παραδείγματα
Στην επίμαχη οπισθοχώρηση, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η άνοδος των τιμών στα ενεργειακά αγαθά, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση του λειτουργικού κόστους και μείωση των περιθωρίων κέρδους, με αποτέλεσμα το βάρος να μετακυλίεται αφενός στην παραγωγή (μείωση των όγκων παραγωγής) αφετέρου στην απασχόληση (μείωση των απασχολούμενων).
Στα ύψη οι τιμές εισαγωγών
Είναι ενδεικτικό ότι οι τιμές εισαγωγών αυξήθηκαν τον Αύγουστο κατά 18,7% σε ετήσιο επίπεδο, επιτείνοντας τις πιέσεις στο λειτουργικό και παραγωγικό κόστος. Μάλιστα, η άνοδος στα προϊόντα διύλισης πετρελαίου εκτοξεύθηκε κατά 60,1%, στον κλάδο της άντλησης αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά 52,5%, στον κλάδο της παραγωγής βασικών μετάλλων κατά 27% και στον κλάδο της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού κατά 8,4%.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών στην ελληνική μεταποίηση (δείκτης PMI), τον οποίο καταρτίζει η εταιρεία IHS Markit, διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στις 58,4 μονάδες, τιμή ελαφρώς χαμηλότερη από τις 59,3 μονάδες του Αυγούστου. Όπως σημείωσε η IHS Markit, «ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής εξασθένησε λόγω των ελλείψεων σε πρώτες ύλες, οι οποίες περιόρισαν την παραγωγική ικανότητα».
Διαβάστε επίσης: Το κύμα ανατιμήσεων φρενάρει την ελληνική βιομηχανία
«Η διαρκής αύξηση των νέων παραγγελιών και οι συνεχείς σημαντικές ελλείψεις υλικών, τον Σεπτέμβριο, οδήγησαν στη δριμύτερη αύξηση των αδιεκπεραίωτων εργασιών που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας» έσπευσε να προσθέσει, αναδεικνύοντας το ενεργειακό πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας.
Δυσανάλογα υψηλό το ενεργειακό κόστος
Στο μεταξύ, όπως αποκαλύπτει ο ΙΟΒΕ, ακόμη και πριν την εν εξελίξει ενεργειακή κρίση, το κόστος της ενέργειας ήταν δυσανάλογα μεγάλο στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χαρακτηριστικά, το 2018 το μερίδιο του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία κυμαινόταν στο 5,2% επί του κόστους παραγωγής έναντι 4,3% το 2010.
Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι το υψηλότερο σε όλη την Ε.Ε. (μέσος όρος 2015 – 2018 4,9%), με το μικρότερο κόστος να καταγράφεται στην Ιταλία, όπου περιορίζεται κάτω του 1%.
Μία από τις εξηγήσεις είναι το υψηλό μερίδιο κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου, κάτι που καθιστά την ελληνική βιομηχανία ευάλωτη στις πετρελαϊκές διακυμάνσεις. Σε αντίθεση με τις βιομηχανίες της Ευρώπης, οι οποίες έχουν υψηλότερη εξάρτηση από το φυσικό αέριο, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τα βιοκαύσιμα.
*Πατήστε πάνω στις φωτό για να μεγαλώσουν
πηγη: moneyreview.gr