Χρυσό μετάλλιο… ακρίβειας στα φρούτα παίρνει η Ελλάδα, όπως διαπιστώνεται τα οριστικά στοιχεία της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή του Ιουνίου, ενώ η ακρίβεια συνεχίζεται χωρίς έλεος και κατά τη διάρκεια του Ιουλίου, με αποτέλεσμα μεσοκαλόκαιρο καρπούζια, πεπόνια, βερύκοκα και κεράσια να έχουν γίνει είδος πολυτελείας για τα νοικοκυριά με μέσα και χαμηλότερα εισοδήματα.
Καλοκαιρινά φρούτα: Μείωση κατά 6,3% στην παραγωγή της ΕΕ – Οι «διακρίσεις» της Ελλάδας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, στην Ελλάδα καταγράφηκε τον Ιούνιο η υψηλότερη μηνιαία αύξηση τιμών, 24,5%, στα φρούτα, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όταν η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Εσθονία και ήταν της τάξης του 7,2% και ενώ στην Κύπρο η μηνιαία μεταβολή των τιμών ήταν αρνητική (-6,7%).
Με βάση δε τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η αύξηση των τιμών στα φρούτα τον Ιούνιο σε σχέση με τον Μάιο «μετρήθηκε» σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά, φθάνοντας το 28,8%!
Καθώς φαίνεται από τις τρέχουσες τιμές, παρότι έχουν υποχωρήσει σε σχέση με ένα 15νθήμερο, η ακρίβεια εξακολουθεί να πιέζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τον Ιούλιο, την ώρα μάλιστα που δεν προβλέπεται αποκλιμάκωση συνολικά στις τιμές των ειδών διατροφής, που «τρέχουν» με διψήφιο ποσοστό στα σούπερ μάρκετ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χρονική περίοδο από τον Απρίλιο έως και τις 18 Ιουνίου οι αυξήσεις ήταν της τάξεως του 11,1%.
«Χρυσάφι» τα καλοκαιρινά φρούτα
Αυτή τη στιγμή τα καρπούζια πωλούνται στις λαϊκές και στα σούπερ μάρκετ έως 1,09 ευρώ το κιλό, με τις τιμές να ξεκινούν από 0,60 ευρώ, ενώ αργά το μεσημέρι προς το κλείσιμο στις λαϊκές μπορεί να πέσουν στο μισό ευρώ.
Σε σχέση με πέρσι η τιμή καταναλωτή έχει υπερδιπλασιαστεί, καθώς κυμαινόταν από 0,30 έως 0,50 ευρώ το κιλό. Υπερδιπλάσια όμως είναι εφέτος και η τιμή χονδρικής συγκριτικά με το 2022, καθώς από 0,25 στο μισό ευρώ το κιλό έχει φθάσει στο 0,55 ευρώ, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας.
Η ίδια εικόνα και στα πεπόνια. Χθες, Πέμπτη 27/7, στη Λαϊκή Αγορά στο Χαλάνδρι, το πεπόνι ανάλογα με την ποιότητα κόστιζε από 0,80 έως 1,20 ευρώ το κιλό, με τις τιμές στα σούπερ μάρκετ την ίδια μέρα να φθάνουν έως 1,30 ευρώ το κιλό. Πέρυσι, οι τιμές στα πεπόνια στη χονδρική ήταν 40% κάτω σε σχέση με φέτος, απαντούσαν οι πωλητές όταν εισέπρατταν παράπονα από τους καταναλωτές για τις τιμές στον πάγκο.
Κυριολεκτικά απλησίαστα είναι και τα κεράσια παρότι οι τιμές υποχώρησαν σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες. Η τιμή του κιλού κυμαίνεται από 3,5 έως 5 ευρώ στη λαϊκή, από 6 ευρώ πριν 15 μέρες, ενώ στις αλυσίδες της οργανωμένης λιανικής αγγίζει έως και τα 7 ευρώ, ξεκινώντας από τα 5,28 ευρώ.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα βερίκοκα, ενώ τα ροδάκινα πωλούνται σε σχετικά καλύτερες τιμές προϊόντος του θέρους, ήτοι από 1 έως 2 ευρώ στη λαϊκή.
Λόγω όμως της διατήρησης των υψηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα και σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διαβίωσης, υπολογίζεται ότι η κατανάλωση υποχωρεί εφέτος σε ποσοστό 8%.
Τις πταίει;
Με τους Έλληνες καταναλωτές έχουν αρχίσει να γίνονται… Γερμανοί και όχι από ιδεολογία (βλέπε food waste), αγοράζοντας ¼ καρπούζι, 2 ντομάτες και 3 ροδάκινα, το επόμενο ερώτημα είναι τι/ποιος φταίει.
Για τους αγρότες οι αιτίες της ακρίβειας πρέπει να αναζητηθούν στους μεσάζοντες και στην τιμολόγηση των επιχειρήσεων λιανικής, ενώ δικαιολογώντας τις αυξημένες τιμές που πουλάνε εφέτος τα προϊόντα τους τονίζουν ότι το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί. «Αν μετρήσεις τα έξοδα, το λίπασμα, τα φυτοφάρμακα, τα εργατικά, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τα κόστη και να μείνει κάτι στην άκρη.»
Από την πλευρά των διανομέων προτάσσονται τα υψηλά κόστη στη συσκευασία, στη μεταφορά και στη διάθεση στα σημεία λιανικής πώλησης και βέβαια το κέρδος των τελευταίων.
Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν και οι αυξημένες εξαγωγές. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων στο πρώτο πεντάμηνο του έτους εμφανίζει πλεόνασμα 604,462 εκατ. ευρώ έναντι ελλείμματος 45,681 εκατ. ευρώ του αντίστοιχου πενταμήνου του 2022.
Συνολικά στο εξεταζόμενο διάστημα οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 4,44 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 4,8 δισ. ευρώ. Μάλιστα ενισχυμένη είναι η συμμετοχή των εξαγωγών φρούτων και λαχανικών που τζιράρουν 898,62 εκατ. ευρώ.
Εξ ου και η τιμή παραγωγού π.χ. στο καρπούζι από τα 10-15 λεπτά πέρσι, φέτος πήγε στα 30-35 λεπτά και «είναι μια πολύ καλή τιμή», όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι καλλιεργητές.
Τα αλλάζει όλα η κλιματική κρίση
Δεν είναι όμως μόνο ο «πληθωρισμός απληστίας» και οι αυξήσεις στους συντελεστές παραγωγής που εκτινάσσουν τις τιμές ειδικά στα αγροτικά προϊόντα. Πλέον σοβαρό ρόλο διαδραματίζει και η κλιματική αλλαγή.
Ειδικά εφέτος που η Άνοιξη δεν ήταν Άνοιξη, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων και των χαλαζοπτώσεων καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πρώιμης παραγωγής σε κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα, καρπούζια και πεπόνια. Και οι ελλείψεις προκαλούν ανατιμήσεις.
Ήδη σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι επιπτώσεις από την αλλαγή του κλίματος έχουν γίνει ορατές στον πρωτογενή τομέα. Το πλήγμα στην παραγωγή ελαιολάδου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη έως τώρα απόδειξη.
πηγη ot.gr