Δευτέρα
3
Νοέμβριος
TOP

Το «νέο κόμμα» και η επιστροφή στο βάθος της ευθύνης

του Μάνου Λαμπράκη
Η έννοια του «νέου κόμματος» έχει υποστεί ριζική αποδόμηση, αφού δεν δηλώνει πλέον την αναγέννηση του πολιτικού σώματος, αλλά τη βαθιά του υπαρξιακή κρίση.
Η νεωτερική ελληνική πολιτική σκηνή δεν παράγει πια συλλογικά οράματα, αλλά μορφές προσωποποιημένης επιθυμίας.
Το «νέο κόμμα», μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν αποτελεί έκφραση κοινωνικής ώθησης, αλλά ανακύκλωση των ίδιων αφηγηματικών αναγκών: της ανάγκης να πιστέψουμε ότι η εξουσία μπορεί να καθαρθεί χωρίς να ανατραπεί, ότι η ελπίδα μπορεί να επιστρέψει χωρίς να πονέσει.
Η πολιτική επιθυμία, μεταφρασμένη σε επικοινωνιακό συμβάν, χάνει το θεσμικό της έρεισμα και απομένει ένα φάντασμα οργάνωσης που επιβιώνει μέσα από τη ρητορική της ρήξης. Θα το ονομάζαμε «πολιτικό burnout»: η εξάντληση της δημοκρατίας μέσα στην ίδια της την υπερπαραγωγή σημασιών.
Το «νέο κόμμα» γίνεται έτσι όχι φορέας αλλαγής, αλλά καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν εμπιστεύεται πια ούτε την αλλαγή ούτε τον εαυτό της.
Η πολιτική ψυχολογία του Έλληνα έχει μετατραπεί σε πεδίο άμυνας. Ο λαός στις κάλπες δεν ζητά πια το καινούργιο, αλλά την εγγύηση της επανάληψης.
Το πρόσωπο που προέρχεται έξω από την πολιτική σκηνή —όπως η Μαρία Καρυστιανού και τόσες άλλες μορφές που επιχειρούν να εκφράσουν τη ρωγμή της κοινωνίας— γίνεται δεκτό όχι με ανοιχτή προσμονή, αλλά με ψυχική εφεδρεία. Το τραύμα της απογοήτευσης λειτουργεί ως φίλτρο και κάθε νέα φιγούρα φέρει επάνω της το βάρος των προηγούμενων αποτυχιών. Αναγνωρίζουμε καθαρά σε αυτό το συλλογικό αντανακλαστικό μια μορφή κοινωνικού υπερεγώ που δεν επιτρέπει την είσοδο του «νέου παιδιού» στην πατρική εξουσία.
Ο Έλληνας, υποσυνείδητα κι ας μην ξεγελιόμαστε, προτιμά τον ένοχο που γνωρίζει από τον άκακο που αγνοεί. Ο δοκιμασμένος γίνεται φορέας σταθερότητας, ο άπειρος — φορέας απειλής.
Έτσι, το «νέο κόμμα» που δεν έχει γεννηθεί μέσα στη μήτρα της πολιτικής μνήμης, στερείται συμβολικού κύρους, και γι’ αυτό ηττάται πριν ακόμη δοκιμαστεί.
Η ανανέωση, ωστόσο, δεν είναι πράξη αποκοπής, αλλά μεταστοιχείωση. Το «νέο κόμμα» που μπορεί να επιβιώσει είναι εκείνο που θα προκύψει όχι από παρθενογένεση, αλλά από την εσωτερική μεταμέλεια του παλαιού. Οι πολιτικά δοκιμασμένοι, εκείνοι που έχουν βιώσει τη φθορά, την ευθύνη και την ενοχή της εξουσίας, μπορούν να μεταμορφωθούν σε γνήσιους μεσολαβητές μεταξύ εμπειρίας και οράματος.
Το πολιτικό, για να αναστηθεί, χρειάζεται τη μνήμη του εαυτού του. Μόνο οι ήδη διαμορφωμένοι από τη δοκιμασία μπορούν να μετατρέψουν το τραύμα της εξουσίας σε θεσμική σοφία. Και δίπλα τους, οι νέες μορφές —όπως η Καρυστιανού— μπορούν να λειτουργήσουν ως ηθικός και ψυχικός πυκνωτής, ως υπόμνηση ότι η πολιτική δεν είναι μόνο τεχνική της εξουσίας, αλλά πράξη αυτογνωσίας.
Το «νέο κόμμα» δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τον τεχνίτη, αλλά και ο τεχνίτης δεν μπορεί να λυτρωθεί χωρίς τον καθαρό βλέμμα του νέου.
Η πολιτική ωριμότητα μιας κοινωνίας μετριέται από την ικανότητά της να συνδυάζει εμπειρία και ευαισθησία, πειθαρχία και όραμα.
Η Ελλάδα, ως κοινωνία μετατραυματική, δεν είναι ακόμη έτοιμη να εμπιστευτεί την πολιτική της αναγέννηση σε άπειρα πρόσωπα, επιζητεί τη συνέχεια ως μορφή ασφάλειας. Ο Φουκώ θα το όριζε ως ανάγκη του υποκειμένου να σταθεροποιήσει το πεδίο των εξουσιαστικών σχέσεων, ακόμη κι αν αυτές το καταπιέζουν.
Η κοινωνία δεν αντέχει το χάος του εντελώς νέου, προτιμά την οικεία πειθαρχία του παλαιού που μετανοεί. Και σε αυτήν τη λεπτή ισορροπία —ανάμεσα στο φθαρμένο και στο αγνό, στο έμπειρο και στο ανυποψίαστο— βρίσκεται η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα για μια πραγματική πολιτική ανασύσταση.
Ένα «νέο κόμμα» χωρίς σύνδεση με την πολιτική μνήμη δεν θα καταφέρει να ριζώσει, γιατί το συλλογικό σώμα δεν αναγνωρίζει αυθεντία χωρίς ιστορία. Η αναγέννηση θα προκύψει μόνο από τον μετασχηματισμό των υπαρχόντων δυνάμεων, όχι από τη φυγή, αλλά από την εξομολόγηση.
Οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί οφείλουν να αναζητήσουν τη συμβίωση των δοκιμασμένων με τους ανιδιοτελείς, όχι την αντιπαράθεσή τους. Η νέα πολιτική εποχή δεν θα εγκαινιαστεί με πρόσωπα άφθαρτα, αλλά με συνειδήσεις που έμαθαν να υποφέρουν.
Το πολιτικό σώμα δεν χρειάζεται πλέον σωτήρες, αλλά μετανοούντες. Όχι ηγέτες της ελπίδας, αλλά εργάτες της μνήμης. Μόνο έτσι η λέξη «νέο» θα πάψει να είναι διαφημιστική και θα γίνει υπαρξιακή.
Υπόγεια, μέσα σ’ αυτή τη σιωπηρή κίνηση των σημασιών, ωριμάζει ήδη μια πιθανότητα που φέρει το αποτύπωμα της εμπειρίας: η υπόρρητη επιστροφή του πολιτικού λόγου που γνωρίζει τη μηχανική της εξουσίας εκ των έσω. Σε αυτό το πεδίο, το ενδεχόμενο «κόμμα του Αντώνη Σαμαρά» —αν υπάρξει και διαμορφωθεί με τη βαρύτητα μιας πολιτικής ανάκλησης— θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγάλη έκπληξη. Όχι επειδή εκφράζει το «παλιό», αλλά γιατί ενδέχεται να το εξαγνίσει. Επειδή δεν προβάλλει το νέο ως επιφάνεια, αλλά ως επιστροφή στο βάθος της ευθύνης.
Μια τέτοια κίνηση, εάν παραμείνει υπόγεια, αν αποφύγει το θεαματικό και στηριχθεί στην πολιτική αυτογνωσία, ίσως να μην είναι απλώς επανεμφάνιση. Ίσως να είναι, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, πράξη μετά-μεταπολιτευτικής πολιτικής ωριμότητας.