Με ψαλιδισμένες, αν όχι ελάχιστες, τις προσδοκίες έναρξης της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων τον Απρίλιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να τα διατηρήσει αμετάβλητα στην αυριανή συνεδρίαση. Οι αγορές (αλλά και οι δανειολήπτες) στο μόνο, αλλά όχι δευτερευούσης σημασίας που μπορούν να ελπίζουν είναι ένα όσο το δυνατόν σαφέστερο «σήμα» για το πότε θα ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων.
Στο ναδίρ η ζήτηση δανείων – Ελπίδες για αύξηση
Την ίδια στιγμή, η έρευνα για τον τραπεζικό δανεισμό έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνωρίζουμε, ότι δηλαδή τα υψηλότερα επιτόκια μειώνουν τη ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η έρευνα της ΕΚΤ για τις χορηγήσεις δανείων έδειξε ότι η ζήτηση φαίνεται να έχει φτάσει στο ναδίρ – κινείται καθοδικά περισσότερο από ένα χρόνο λόγω των υψηλών επιτοκίων και του δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά θα αρχίσει να κινείται ανοδικά και εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να χαλαρώνουν και τα πιστωτικά κριτήρια που αυστηροποιήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα.
Οι τράπεζες της ευρωζώνης αναμένων ελαφρά αύξηση της ζήτησης για στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια στο τρέχον τρίμηνο, για πρώτη φορά από τις αρχές του 2022, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις οι όροι δανεισμού έγιναν ελαφρώς αυστηρότεροι στους περισσότερους οικονομικούς τομείς το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ήταν από σχεδόν καθόλου στις υπηρεσίες έως σχετικά μεγάλη στους τομείς των εμπορικών ακινήτων, των κατασκευών και των οικιστικών ακινήτων. Η ζήτηση δανείων μειώθηκε σε καθαρούς όρους σε όλους τους τομείς, ιδίως στον τομέα των ακινήτων και των κατασκευών.
Οι τράπεζες ανέφεραν επίσης περαιτέρω καθαρή αυστηροποίηση των πιστωτικών τους κριτηρίων για τα δάνεια προς νοικοκυριά, η οποία ήταν μικρή για τα δάνεια προς νοικοκυριά για αγορά κατοικίας και εντονότερη για την καταναλωτική πίστη και άλλα δάνεια προς τα νοικοκυριά (καθαρά ποσοστά 2% και 11% αντίστοιχα).
Αμετάβλητοι οι όροι χορήγησης δανείων στην Ελλάδα
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, η αντίστοιχη έρευνα της Τράπεζα της Ελλάδος έδειξε ότι συνολικά οι όροι χορήγησης δανείων παρέμειναν αμετάβλητοι – σε σχέση με το γ’ τρίμηνο- για το σύνολο των δανείων (προς Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις και νοικοκυριά) όπως άλλωστε και η ζήτηση, με εξαίρεση τα στεγαστικά όπου καταγράφεται μείωση ήδη ασθενικής ζήτησης.
Γεγονός που οφείλεται στο ύψος των επιτοκίων και η λήξη των επιχορηγούμενων από το δημόσιο στεγαστικών προγραμμάτων. Οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν ότι η κατάσταση θα διατηρηθεί το τρέχον τρίμηνο, αν και περιμένουν αύξηση- ως ένα βαθμό – της ζήτησης μακροπρόθεσμων δανείων από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Πάντως, οι τράπεζες εκτιμούν ότι η πιστωτική επέκταση θα κινηθεί περίξ των 8 δισ. ευρώ υποστηριζόμενη από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα, κρατικά προγράμματα στήριξης όπως το «Σπίτι μου» που έτρεξε το προηγούμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή, το «κύμα» των πρόωρων αποπληρωμών του πρώτου 6μήνου του 2023 – κυρίως από επιχειρήσεις που χρησιμοποίησαν την υψηλή ρευστότητα για να προστατευτούν από τα υψηλά επιτόκιο- έχει κοπάσει.
Καταλύτης για την αύξηση της ζήτησης δανείων είναι και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας τις οποίες θέλουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα τραπεζικά επιτελεία. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους ώστε να μεγαλώσουν κρίσιμα χαρτοφυλάκια του, όπως αυτό της στεγαστικής πίστης.
Τα έσοδα από τόκους
Εκτιμούν εξάλλου, ότι τα έσοδα από τόκους, παρά τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ – πιθανότητα τον Ιούνιο – που εκτιμάται ότι θα γίνει με πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με την άνοδο – θα παραμείνουν υψηλά και ο οποίος αντίκτυπος από τη μείωση των επιτοκίων θα αντισταθμιστεί από την πιστωτική επέκταση. Επιπρόσθετα, δεν αναμένεται κάποια μεγάλη αλλαγή σε ότι αφορά την «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και καταθέσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών ήταν 3,20% στο 9μηνο του 2023 ενώ πχ στη γειτονική Ιταλία ήταν 2,10%, στην Αυστρία 2,43%, στη Γερμανία 1,13% και στην Πορτογαλία 3,16%
ΠΗΓΗ imerisia.gr