Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Πρωτοποριακό για την εποχή του το αρχαίο θέατρο Μεσσήνης

Το αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης, και μαζί του τα θέατρα της Μεγαλόπολης και της Σπάρτης, ήταν πολύ περισσότερο εντυπωσιακά

από όσο πιστεύουμε. Μέρη της ξύλινης σκηνής τους μπορούσαν να μετακινηθούν και, μαζί με αυτά, και τα σκηνικά, τα οποία είχαν ξύλινα πλαίσια. Με οδηγό την ανασκαφή του Πέτρου Θέμελη στην αρχαία Μεσσήνη, ο ερευνητής Ryuichi Yoshitake από το ιαπωνικό πανεπιστήμιο Kumamoto, «ξαναστήνει» το σκηνικό οικοδόμημα του θεάτρου. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του εντυπωσίασαν τόσο, ώστε να αναπαραχθούν από εφημερίδες και επιστημονικές ιστοσελίδες όπως η Daily Mail και το EurekAlert.

Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν οι λίθινες «ράγιες» που αποκαλύφθηκαν κοντά στο προσκήνιο και τη σκηνή. Μελετώντας αυτούς τους στενούς αγωγούς, που είχαν τοποθετηθεί για να καταστήσουν εφικτή την κίνηση τροχοφόρων μεταφοράς, ο μελετητής και οι συνεργάτες του, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το προσκήνιο και το μονώροφο στην αρχή σκηνικό οικοδόμημα, μπορούσαν επίσης να μετακινηθούν, ήταν δηλαδή φορητά. Μαζί τους, μετακινούνταν και τα σκηνικά, τα οποία ήταν επίπεδοι «πίνακες» σε ξύλινα τελάρα. Ο χώρος του προσκηνίου χρησιμοποιούνταν και για να εμφανίζονται εκεί οι ηθοποιοί σε υψηλότερο επίπεδο από της ορχήστρας (ο χώρος όπου δινόταν η παράσταση). Το σκηνικό οικοδόμημα λειτουργούσε και ως αποθηκευτικός χώρος και ως χώρος βεστιαρίου.

Πρόκειται για εντυπωσιακή σύλληψη, η οποία ίσχυε και στα τρία θέατρα που προαναφέραμε, καθώς οι λίθινοι αύλακες είχαν ακριβώς ίδιες διαστάσεις. Αυτό άλλαξε κατά τη ρωμαϊκή εποχή, οπότε όλα τα μέρη του θεάτρου, το σκηνικό οικοδόμημα και το κοίλον όπου κάθονταν οι θεατές, ήταν λίθινα (τουλάχιστον στην Αρχαία Μεσσήνη). Η σκηνή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν τριώροφη, με τρία διαφορετικά είδη κιόνων (ιωνικού, κορινθιακού και περγαμηνού ρυθμού) και με κόγχες για αγάλματα.

Και συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα

«Tο Θέατρο της αρχαίας Mεσσήνης λειτουργούσε και ως χώρος μαζικών συγκεντρώσεων πολιτικού χαρακτήρα» σημειώνει ο επικεφαλής των ανασκαφών, καθηγητής Πέτρος Θέμελης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πλουτάρχου στο Θέατρο αυτό έλαβε χώρα η κρίσιμη συνάντηση του Φιλίππου E΄ της Mακεδονίας και του στρατηγού της Συμπολιτείας Αράτου το 214 π.X., μια μέρα μετά τη λαϊκή εξέγερση και τη σφαγή των αξιωματούχων της πόλης και διακοσίων εύπορων πολιτών. Στο Θέατρο συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι της μεσσηνιακής πρωτεύουσας και το 183 π.X. Εκεί είχε εκτεθεί σε κοινή θέα ο περίφημος στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην ο Mεγαλοπολίτης, γνωστός και ως ο τελευταίος Έλλην, που είχε αιχμαλωτιστεί σε νικηφόρο για τούς Mεσσηνίους σύγκρουση. Σύμφωνα με τις παραπάνω φιλολογικές μαρτυρίες, η πρώτη οικοδομική φάση του Θεάτρου της Mεσσήνης χρονολογείται στον πρώιμο 3ο αιώνα π.X., χρονολόγηση που επιβεβαιώνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα.

Ο κ. Θέμελης αναφέρει: «Tο κοίλον εδράζεται σε τεχνητή επίχωση, συγκρατούμενη από ισχυρό τοίχο αντιστήριξης (ανάλημμα) ακανόνιστου πεταλοειδούς σχήματος, που διακόπτεται περιμετρικά ανά είκοσι περίπου μέτρα από οξυκόρυφες πυλίδες. Από τα λίθινα εδώλια του κάτω κοίλου σώζονται στη θέση τους ελάχιστα. Αυλάκι απορροής των ομβρίων περιτρέχει την ορχήστρα, περνά κάτω από το νοτιοανατολικό άκρο της σκηνής και οδηγεί τα νερά της βροχής σε μεγάλο υπόγειο αγωγό. Ήλθαν στο φως δύο λίθινοι θρόνοι με λεοντοπόδαρα και χωριστά δουλεμένο υποπόδιο, ο ένας από τούς οποίους βρίσκεται τοποθετημένος στην κορυφή της ορχήστρας. Το ερεισίνωτό του απολήγει σε κεφάλι χήνας. Φαίνεται ότι προοριζόταν για τον ιερέα του θεού Διόνυσου ή τον αγωνοθέτη των Διονυσίων. Σώζεται επίσης ενεπίγραφο βάθρο χάλκινου αγάλματος τοποθετημένο στα δεξιά (δυτικά) του θρόνου, το οποίο αναφέρεται σε αγωνοθέτη της γιορτής των Διονυσίων.»

Αξιοσημείωτη ιδιομορφία αποτελεί η παρουσία μεγάλου κλιμακοστασίου σε επαφή με το εξωτερικό ανάλημμα του κοίλου. Λειτουργούσε ενδεχομένως ως μία τρίτη “άνω πάροδος” σε εξαιρετικές περιπτώσεις για την αιφνιδιαστική “εκ των άνω” κάθοδο ηθοποιών στη σκηνή.

H σκηνή με το προσκήνιο ανακατασκευάστηκαν στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Tιβερίου πάνω στα ερείπια της ελληνιστικής σκηνής. Tα ίχνη της φάσης αυτής δεν είναι εύκολα διακριτά, διότι ενσωματώθηκαν εξ ολοκλήρου στην τρίτη φάση επισκευών και ανακατασκευών μεγάλης κλίμακας.

Επισκευές τη ρωμαϊκή εποχή

Επισκευές μεγάλης κλίμακας πραγματοποιήθηκαν στο Θέατρο γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.X. με έξοδα του ευεργέτη της πόλης Tιβέριου Kλαύδιου Σαιθίδα, αρχιερέως των Σεβαστών και Ελλαδάρχου, σύμφωνα με τη μαρτυρία δύο μακροσκελών ψηφισμάτων, χαραγμένων στα βάθρα τιμητικών ανδριάντων πού ήταν ανιδρυμένα στις κόγχες της σκηνής.

Σύμφωνα με τον κ. Θέμελη, στην περιγραφή του θεάτρου για το «Διάζωμα», «η πρόσοψή της σκηνής (scenaefrons), μήκους 33 και πλάτους 4 μέτρων, αναπτυσσόταν σε ύψος και ήταν τουλάχιστον τριώροφη. Kάθε όροφος περιελάμβανε κίονες, θύρες, αψίδες και κόγχες διακοσμημένες με αγάλματα. Oι κίονες του κάτω ορόφου, από γκρίζο γρανίτη και ερυθρόλευκο μάρμαρο εναλλάξ, ήταν μεγαλύτεροι από τούς υπερκείμενους και έφεραν περίτεχνα κορινθιακά, περγαμηνά και ιωνικά κιονόκρανα πού βάσταζαν θριγκό (τμήμα του οικοδομήματος πάνω από τους κίονες που συμπεριλάμβανε το επιστήλιο, τη ζωφόρο και το γείσο). Tο σκηνικό οικοδόμημα έφερε επένδυση από μαρμάρινες πλάκες, ορισμένες από τις οποίες είχαν έξεργα διακοσμητικά στοιχεία.

Αγάλματα διακεκριμμένων ανδρών

Αγάλματα και κυρίως χάλκινοι ανδριάντες διακεκριμμένων Mεσσήνιων και ευεργετών της πόλης φαίνεται ότι ήταν ανιδρυμένα γύρω στην ορχήστρα, όπως δείχνουν τα σωζόμενα βάθρα. Ένα από αυτά έφερε τον ανδριάντα ενός Mεσσήνιου νεοπλατωνικού φιλόσοφου. Η ορχήστρα της φάσης των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. (φάση επισκευής των Σαιθιδών) έφερε πλακόστρωση από πολύχρωμες λίθινες πλάκες. Kαμαροσκέπαστη είσοδος οδηγούσε στην ορχήστρα από τα ανατολικά, όταν καταργήθηκαν οι πάροδοι της ελληνιστικής φάσης.

Aπό τα τέλη του 3ου – με αρχές 4ου αιώνα μ.X. είχε αρχίσει η κατάρρευση και η λιθολόγηση του Θεάτρου. Δεν χρησίμευε σε τίποτε πλέον και μετατράπηκε σε “λατομείο” για τους κατοίκους της ύστερης αρχαιότητας και κυρίως της εκχριστιανισμένης Mεσσήνης. Αρχιτεκτονικά λείψανα πρωτοβυζαντινού και βυζαντινού οικισμού εκτείνονται σε ολόκληρο το άνω πλάτωμα του Θεάτρου και συνεχίζονται προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Η χρήση του Θεάτρου ως λατομείου συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή από τον 7ο αιώνα ως και την περίοδο της Ενετοκρατείας (1356-1553), παράλληλα με τη λειτουργία της παρακείμενης Bασιλικής, καθώς και με τη χρήση του οικισμού, σύμφωνα με τα νομίσματα, την κεραμική, αλλά και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.»

Αγγελική Κώττη από το liberal.gr