Ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά ανεργίας σε νέους, που έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, διαπιστώνει έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστήμιο Αθηνών που εντάχθηκε στο συνολικό σχέδιο για τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.
Το έλλειμμα δεξιοτήτων και η προβληματική σύνδεση των υπαρχουσών δεξιοτήτων με την αγορά εργασίας διαφαίνεται και στους αντίστοιχους δείκτες ανεργίας, αναφέρει χαρακτηριστικά η σχετική έκθεση.
Έτσι, οι απόφοιτοι βασικής εκπαίδευσης (Δημοτικό-Γυμνάσιο) αντιμετωπίζουν το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (19,1%), σε σύγκριση με τους αποφοίτους δευτεροβάθμιας και μετά – δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ποσοστό ανεργίας 18,5%).
Το υψηλό ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, δημιουργεί συνθήκες για αύξηση της υποαπασχόλησης και μετανάστευσης, σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Οι απόφοιτοι της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, μπορεί να συνεχίζουν να απορροφώνται στην αγορά εργασίας, σε σχετικά καλύτερους ρυθμούς από τις προηγούμενες κατηγορίες εκπαίδευσης, αλλά το ποσοστό ανεργίας τους παραμένει ιδιαιτέρως υψηλό.
Ειδικά για τους νέους αποφοίτους 15-24 ετών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, η απορρόφησή τους από την αγορά εργασίας παραμένει προβληματική, καθώς αντιμετωπίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας από όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.
Σημαντικό διαρθρωτικό ζήτημα
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα διαρθρωτικά ζητήματα της Ελληνικής Οικονομίας και αγοράς εργασίας.
H Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά αποφοίτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας (ανώτερης και ανώτατης) εκπαίδευσης, οι οποίοι όμως αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας, καθώς οι επιχειρήσεις, είτε δεν δημιουργούν επαρκή αριθμό θέσεων εργασίας με τις αντίστοιχες απαιτήσεις γνώσεων και δεξιοτήτων, είτε κρίνουν πως οι απόφοιτοι δεν κατέχουν τις απαιτούμενες δεξιότητες.
Παράλληλα οι επιχειρήσει δεν προτίθενται και να επενδύσουν στην ανάπτυξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων.
Μόνο το 12% των επιχειρήσεων παρείχαν κατάρτιση για τις τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών στο ανθρώπινο δυναμικό τους το 2020, σε σύγκριση με μέσο όρο του 20 % στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27.
Η ελκυστικότητα και αποτελεσματικότητα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ) παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, με το ποσοστό συμμετοχής εργαζομένων σε προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης να είναι σημαντικά χαμηλότερο του μέσου όρου της Ε.Ε. (29,1% αντί 49% το έτος 2019).
Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας των πρόσφατα συμμετεχόντων σε δράσεις Επαγγελματικής Κατάρτισης είναι χαμηλότερο από αυτό των αποφοίτων ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης (26,8% αντί 27,3% το έτος 2020).
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο πρόσφατος νόμος 4673/2020 επιχειρείται μια συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης στην Ελλάδα, προκειμένου αυτό να μπορεί να ανταποκριθεί στις υφιστάμενες και μελλοντικές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
ΠΗΓΗ ot.gr