Με κάτι περισσότερο από μισό εκατομμύριο ανέργους να καταγράφονται στα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ο δείκτης ανεργίας παραμένει «κολλημένος» πάνω από το 10% προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στη αναπτυξιακή πορεία της εθνικής οικονομίας και φρενάροντας τις προσδοκίες των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και ειδικά εκείνων που «χτίζουν» την πρώτη τους τριετία από τον Ιανουάριο του 2024.
Όπως ορίζει ο νόμος, αν την 1η Ιανουαρίου 2027 η ανεργία παραμείνει άνω του 10%, τότε θα ανασταλεί η ισχύς των διατάξεων και θα παραμείνουν «παγωμένες» οι τριετίες μέχρι να πέσει το ποσοστό, ακυρώνοντας την προοπτική αύξησης των μισθών.
Για το 2024, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), χαμηλώνει τον πήχη για την ανάπτυξη στο 2,1% από 2,4% και προσδιορίζει το ποσοστό της ανεργίας στο 10,3%. Αν ανατρέξουμε στις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού ο δείκτης της ανεργίας θα κινηθεί πλησίον της περιοχής του 10,6%.
Το ψυχολογικό όριο του 10%
Με βάση λοιπόν τα υπάρχοντα στοιχεία και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να καμφθεί ο σκληρός πυρήνας της ανεργίας και ο δείκτης να πέσει κάτω από το ψυχολογικό όριο του 10%.
Ανατρέχοντας στους αριθμούς ο διδάκτωρ του Παντείου, Βασίλης Μπέτσης, σημειώνει πως «το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας, γύρω στο 9%, επετεύχθη το 2009, όταν οι άνεργοι ανέρχονταν σε 390.000». Σήμερα, παρατηρεί «αριθμούν 100.000 περισσότερους, περίπου 500.000» και φτάνει στο συμπέρασμα πως «για να συρρικνωθεί το ποσοστό έστω οριακά κάτω από το 10%, θα πρέπει ο αριθμός των ανέργων να υποχωρήσει στις 430.000».
Με τις υπάρχουσες συνθήκες η επίτευξη του στόχου αυτού θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως το ποσοστό της ανεργίας δεν συνδέεται μόνο με τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα.
Ζοφερό το μέλλον
Σημαντικό παράγοντα για την επιστροφή στην «κανονικότητα» παίζει και το δημογραφικό και εδώ η εξίσωση δυσκολεύει.
Όλες οι επικαιροποιημένες μελέτες των βασικών δημογραφικών δεικτών δείχνουν πως μέχρι το 2050, ένας στους έξι κατοίκους του πλανήτη θα είναι άνω των 65 ετών. Οι γεννήσεις μειώνονται, η μερίδα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μικραίνει και μαζί μειώνεται το εργατικό δυναμικό που στηρίζει την παραγωγή της και την ανάπτυξή της. Το αποτέλεσμα είναι να μένουν κενές όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας.
Ζητούμενο για μια υγιή οικονομία είναι να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας χωρίς όμως να μειώνεται το εργατικό δυναμικό. Δηλαδή, σύμφωνα με τον διδάκτωρ του Παντείου «όσο πιο μικρός είναι ο αριθμός του εργατικού δυναμικού τόσο περισσότερο θα επιμένει σε υψηλά ποσοστά η ανεργία».
Στην Ευρώπη το μείζον αυτό πρόβλημα αντιμετωπίζει στο σύνολό της η ήπειρος με την Ισπανία να έχει την υψηλότερη επίδοση στην ανεργία στην Ε.Ε., την Ελλάδα να ακολουθεί στη δεύτερη θέση, ενώ έπονται η Φινλανδία και η Ιταλία.
Η εκτίμηση για την εξέλιξη των κύριων δημογραφικών μεταβλητών στην Ελλάδα, όπως παρουσιάζεται από τη EUROSTAT, θέλει ο πληθυσμός να μειώνεται από 10,438 εκατομμύρια το 2022 σε 7,777 εκατομμύρια το 2070.
Η γονιμότητα μειώνεται σχεδόν παντού, για τις γυναίκες σε όλα τα επίπεδα εισοδήματος, εκπαίδευσης και συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ενώ η πτώση του ποσοστού γεννήσεων έχει τεράστιες συνέπειες για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και την ανάπτυξη των οικονομιών.
Πολλοί πολιτικοί θεωρούν ότι το ζήτημα επείγει θέτοντας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης την ανθρωπότητα. Ανησυχούν για τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και τις υποχρηματοδοτούμενες συντάξεις και εν τέλει για μια κοινωνία με όλο και λιγότερα παιδιά.
Η ελληνική πραγματικότητα
Η Ελλάδα είναι μια από τις δεκάδες χώρες που βιώνουν πληθυσμιακή κατάρρευση λόγω των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων. Όπως προκύπτει από την εξέλιξη του δημογραφικού και με βάση τις προβλέψεις για το όχι και τόσο μακρινό 2050, η ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών, η παραγωγική ομάδα του συνολικού πληθυσμού, δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών των άνω των 65 ετών.
Μοιραία, ηλικίες που σήμερα θεωρούνται «παροπλισμένες» εργασιακά, όπως οι άνω των 65 ετών, θα αποτελούν σε μερικά χρόνια «δεξαμενή» εργατικού δυναμικού γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά στη μείωση της ανεργίας.
Το ΙΟΒΕ αναμένει μικρή βελτίωση στην αγορά εργασίας το 2024, με εμφανή ωστόσο σημάδια επιβράδυνσης της θετικής τάσης. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, τα περιθώρια περαιτέρω μείωσης της κυκλικής ανεργίας στενεύουν, ενώ πρόκληση αποτελεί η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας και η αύξηση της συμμετοχής στην εργασία.
Παρεμβάσεις του κράτους
Με τα δύσκολα να είναι μπροστά, νέοι όροι και προϋποθέσεις προβλέπονται για τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας, το οποίο θα αποσυνδεθεί από το ύψος του κατώτατου μισθού, με βάση τον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας.
Στόχος είναι να λειτουργεί ως κίνητρο και όχι αντικίνητρο για την αναζήτηση εργασίας: «Δεν θέλουμε τους ανθρώπους να είναι εθισμένοι σε κάποια επιδόματα, μόνο και μόνο για να μη δουλεύουν», είχε τονίσει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρωθυπουργός.