Ανοίγει ο δρόμος για την μετάβαση από τις παραδοσιακές υποδομές χαλκού σε αναβαθμισμένα δίκτυα νέας γενιάς (NGA – FTTC/FTTH), καθώς η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) ξεκίνησε από σήμερα δημόσια διαβούλευση σχετικά με τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες για την υλοποίηση της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διαβούλευση θα ολοκληρωθεί στις 21 Μαΐου.
Σύνθετη διαδικασία η μετάβαση στις οπτικές ίνες
Όπως αναφέρει η ΕΕΤΤ, το δίκτυο χαλκού του ΟΤΕ αποτελεί το μοναδικό δίκτυο με πλήρη γεωγραφική κάλυψη όλης της Ελληνικής επικράτειας. Οι μεγαλύτεροι Εναλλακτικοί Πάροχοι εξακολουθούν να βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες στα προϊόντα και τις υπηρεσίες πάνω από το συγκεκριμένο δίκτυο, ιδίως μέσω της Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο και τις υπηρεσίες συνεγκατάστασης, Φυσικής ή Απομακρυσμένης, στα Αστικά Κέντρα (ΑΚ) του ΟΤΕ. Με τις υπηρεσίες αυτές προσφέρουν σε επίπεδο λιανικής συνδέσεις ADSL ή VDSL από το ΑΚ, με ταχύτητες από 24Mbps έως και 50 Mbps. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι επενδύσεις σε δίκτυα πρόσβασης οδήγησαν στην εισαγωγή εναλλακτικών υποδομών στο δίκτυο πρόσβασης με παράλληλη αλλαγή της αρχιτεκτονικής δικτύου. Ήδη από το 2012, οπτικές ίνες αντικατέστησαν τον χαλκό στο τμήμα του δικτύου από την υπαίθρια καμπίνα έως το ΑΚ.
Ο ενεργός εξοπλισμός μεταφέρθηκε πιο κοντά στον τελικό χρήστη και οι υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ταχύτητα και καλύτερη ποιότητα. Ακολούθως, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, είχαμε νέα αναβάθμιση στα δίκτυα πρόσβασης, κυρίως με την εισαγωγή της τεχνολογίας VDSL vectoring στο δίκτυο αρχιτεκτονικής FTTC, καθώς και ανάπτυξη δικτύων FTTH, με την οπτική ίνα να φτάνει μέχρι τον τελικό χρήστη. Πλέον, οι εμπορικά προσφερόμενες ταχύτητες ευρυζωνικής πρόσβασης φτάνουν τα 200 Mbps.
Επί του παρόντος, το παραδοσιακό δίκτυο χαλκού λειτουργεί παράλληλα με τα δίκτυα επόμενης γενιάς, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τα ανταγωνιστεί ούτε σε επίπεδο ταχύτητας της προσφερόμενης υπηρεσίας, ούτε σε επίπεδο ποιότητας υπηρεσίας. Η μετάβαση από το παραδοσιακό δίκτυο στα δίκτυα επόμενης γενιάς συνεπώς είναι προς το συμφέρον των τελικών χρηστών και θα βοηθήσει την επίτευξη των στόχων που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τη διαθεσιμότητα και την κάλυψη των δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς.
Παράλληλα, στις περιοχές που ο ΟΤΕ αναπτύσσει δίκτυα νέας γενιάς, είναι οικονομικά ασύμφορο να διατηρεί παράλληλες υποδομές, λόγω του αυξημένου κόστους συντήρησης και λειτουργίας. Η μετάβαση δε συνδρομητών στα νέα δίκτυα αυξάνει το μοναδιαίο κόστος παροχής υπηρεσιών μέσω του δικτύου χαλκού, γεγονός που αντανακλάται και στην πορεία των τιμών των υπηρεσιών χαλκού στο μοντέλο προσδιορισμού των τιμών NGA Bottom-up LRIC+ της ΕΕΤΤ.
Δεδομένου ωστόσο ότι η μετάβαση είναι μία πολύ σύνθετη διαδικασία, η ΕΕΤΤ παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις και, στο πλαίσιο του νέου κύκλου ανάλυσης της αγοράς τοπικής πρόσβασης, θα καθορίσει κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική διαδικασία μετάβασης, προκειμένου να καλύπτονται, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις έγκαιρης ειδοποίησης, διαφάνειας και διαθεσιμότητας εναλλακτικών προϊόντων πρόσβασης για τους παρόχους, τουλάχιστον συγκρίσιμης ποιότητας και να μην δημιουργηθούν νοθεύσεις / περιορισμοί του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να διενεργηθεί μια ξεχωριστή δημόσια διαβούλευση με αποκλειστικό περιεχόμενο τις διαδικασίες μετάβασης από το παραδοσιακό δίκτυο χαλκού σε δίκτυα επόμενης γενιάς, τα συμπεράσματα της οποίας θα βοηθήσουν την ΕΕΤΤ να διαμορφώσει το Σχέδιο Μέτρων για την αγορά τοπικής πρόσβασης.