Οχτώ μήνες μετά το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου με τους/τις εκατοντάδες νεκρούς/ες και τις εύλογες αιτιάσεις για τους χειρισμούς του Λιμενικού, το ελληνικό κράτος έχει ξεκάθαρα επιλέξει τη στρατηγική της λήθης. Δεν αναμοχλεύει το θέμα, δεν το συζητά, δεν κινεί ουσιαστικές διαδικασίες, δεν αναζητά, ούτε αποσαφηνίζει το τι συνέβη και φτάσαμε σε μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία. Προφανώς η λήθη είναι βολική για να σκεπάσει τις ευθύνες, οι οποίες έχουν καταδειχθεί από πλήθος στοιχείων και μαρτυριών. Η λήθη παράλληλα είναι διαβρωτική για την ίδια την κοινωνία, για τη συνείδηση της, για την εξοικείωση της με τη φρίκη και την ανεκτικότητα απέναντι στη βαναυσότητα. Δε μπορούν όμως όλοι και όλες να ξεχάσουν. Πρώτα και κύρια δεν μπορούν να ξεχάσουν οι επιζώντες του ναυαγίου και οι συγγενείς των θυμάτων. Οι ζωές τους σημαδεύτηκαν από αυτό το γεγονός. Δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιες. Ο δικός τους λόγος έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα και είναι κρίσιμο να ακούγεται και να του αποδίδεται η δέουσα προσοχή.
Ο Χ. είναι ένας από τους 104 επιζώντες του ναυαγίου και ένας εκ των 47 μηνυτών. Με την επίγνωση της επωδυνότητας που έχει η διήγηση του τραυματικού συμβάντος, αποφάσισε να μιλήσει για όσα πέρασε και για τη σημερινή του κατάσταση, ακριβώς για να υπενθυμίσει την ανοιχτή εκκρεμότητα της Πολιτείας με το κράτος δικαίου.
«Κατάγομαι από την Αίγυπτο. Ήθελα να πάω στην Ευρώπη και γι’ αυτό έδωσα 3500 ευρώ σε διακινητή για να με βοηθήσει να ταξιδέψω. Μας πήγαν στη Λιβύη. Όταν φτάσαμε ήρθε μια παραστρατιωτική ομάδα με όπλα, μας έκλεψαν όλα τα πράγματα κι έφυγαν. Μετά μείναμε για 10 μέρες σε μια αποθήκη. Ήταν οι πιο μαύρες μέρες της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ πως από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν ένα ταξίδι θανάτου. Μας πήρε ένα φορτηγό και μας οδήγησε στην έρημο, τρέχαμε μισή ώρα και φτάσαμε στη θάλασσα. Εκεί ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, υπήρχαν δύο μικρές βάρκες έξω που μετέφεραν τους ανθρώπους στο αλιευτικό. Όποιος αντιδρούσε και δεν ήθελε να ανέβει, τον απειλούσαν πως θα τον σκοτώσουν. Μέσα στο πλοίο μας έβαλαν σε συγκεκριμένες θέσεις. Εμένα με πήγαν στα ψυγεία, στο κάτω επίπεδο. Έμεινα εκεί πέντε μέρες και βγήκα μόνο την τελευταία μέρα πριν το ναυάγιο»
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΩ ΠΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΘΑΝΑΤΟΥ.
Ο χώρος που κάναμε τη συνέντευξη ήταν ένα μικρό γραφείο. Ο Χ. μου είπε πως τα ψυγεία, εκεί που βρίσκονταν με πολλά ακόμα άτομα, είχαν λίγο μεγαλύτερη έκταση. Και κάποια στιγμή μάζεψε τα πόδια του στο σώμα τους σχηματίζοντας μια στάση ερωτηματικού για να δείξει σε ποια στάση χρειάστηκε να περάσει εκείνες τις πέντε μέρες.
«Δε μπορούσαμε καν να απλώσουμε τα πόδια μας. Υπήρχαν μόνο δύο μικρές τρύπες πάνω απ’ όπου έμπαινε αέρας. Υπολογίζω ότι ήμασταν περίπου 350 άτομα εκεί κάτω, οι περισσότεροι Πακιστανοί. Ήταν μια συνθήκη πραγματικής ασφυξίας. Εννοείται πως την ανάγκη μας την κάναμε σ’ ένα μπουκάλι και το αφήναμε δίπλα μας. Την πρώτη μέρα είχε λίγο νερό, μετά τελείωσε. Έφεραν νερό από τη δεξαμενή του κινητήρα που δεν ήταν ούτε για να πλύνεις τα πόδια σου, εμείς αναγκαστικά βάζαμε τη μπλούζα μας και πίναμε.
Ξεκίνησε ο κόσμος να λιποθυμάει, εγώ δεν άντεχα καθόλου. Με βοήθησαν κάποια άτομα με τα χέρια τους να φτάσω την τρύπα και να βγω έξω. Δεν υπήρχε πλέον ούτε φαγητό, ούτε νερό, έβγαζα τη μπλούζα μου, την έβαζα στη θάλασσα, την άπλωνα στο κεφάλι μου και έβρεχα το στόμα μου. Εκείνη την ημέρα πέθαναν δυο άτομα, ένας Πακιστανός κι ένας Αιγύπτιος και τους ανεβάσαμε στο δωμάτιο του καπετάνιου, άλλοι ήταν λιπόθυμοι. Έκλαιγα όλη μέρα. Ο κόσμος δεν άντεχε πια κι αποφασίσαμε να ζητήσουμε βοήθεια.
Ο καπετάνιος έστειλε σήμα για βοήθεια τις πρώτες πρωινές ώρες. Μετά από 2-3 ώρες είδαμε το ελικόπτερο που τράβαγε φωτογραφίες και αναθαρρήσαμε, σκεφτήκαμε ότι μας εντόπισαν και θα μας σώσουν. Γνώριζαν δηλαδή τη θέση μας γιατί το πλοίο κινούνταν ελάχιστα. Περιμέναμε αλλά τίποτα. Ξανακαλέσαμε για βοήθεια. Ήρθε ξανά το ελικόπτερο κι έφυγε πάλι. Μετά εμφανίστηκε ένα εμπορικό, μας έδωσαν νερό και βενζίνη με σχοινί, τα πέταξαν στη θάλασσα και τα τραβήξαμε. Βέβαια, δεν αρκούσε το νερό για όλους σε καμία περίπτωση. Όσο περνούσε η ώρα, αισθανόμασταν μεγάλη ανησυχία. Θέλαμε να απεμπλακούμε από αυτήν την κατάσταση. Να φτάσουμε σε στέρεο έδαφος, όπου κι αν ήταν αυτό. Πέρασε ένα δεύτερο εμπορικό, μας πέταξαν σχοινί, τους είπαμε ότι δε θέλουμε νερό, θέλουμε να μας πάρετε μαζί σας. Φωνάζαμε, δείχναμε τα πτώματα, τις οικογένειες με γυναίκες και παιδιά. Ένας προσπάθησε να ανέβει στο εμπορικό. Τότε έκοψαν το σχοινί κι είπαν πως δε γίνεται να μας πάρουν. Μας είπαν να απομακρυνθούμε εμείς γιατί αν έβαζαν εκείνοι μπρος θα προκαλούσαν κυματισμό. Απομακρυνθήκαμε σιγά σιγά, ξεκίνησε να βραδιάζει, ξανακάλεσαμε βοήθεια, τους εξηγήσαμε ότι το καράβι δεν αντέχει.
Το σκάφος του Λιμενικού έφτασε στις 12 τα μεσάνυχτα. Φωνάζαμε να μας σώσουν, πεθαίναμε και θέλαμε κάποιος να μας σώσει. Μας είπαν να τους ακολουθήσουμε και ότι είμαστε απόσταση 2 ωρών από τα χωρικά ύδατα της Ιταλίας. Όταν σταματήσαμε, μας πέταξαν σχοινί, την πρώτη φορά κόπηκε και μας είπαν να ξαναδέσουμε. Μας τράβηξαν δυνατά, μπάταρε το καράβι, λέγαμε στοπ στοπ, συνέχισαν να τραβάνε και αναποδογύρισε το καράβι, εγώ ήμουν από κάτω. Φορούσα μια ζακέτα, ο κόσμος κρατούσε τη ζακέτα μου, την έβγαλα για να μπορέσω να φύγω, χτύπησα το κεφάλι μου στο σίδερο του πλοίου, σκέφτηκα ότι σίγουρα θα πεθάνω αλλά ο θεός μου έδωσε δύναμη να ξαναπροσπαθήσω. Ξεκίνησα να κολυμπάω μέχρι που ένιωσα την άκρη του καραβιού, ήμουν περίπου στα δύο μέτρα βάθος. Όταν βγήκα είδα πολλούς ανθρώπους στο νερό, προσπαθούσα να απομακρυνθώ, κάποιοι έλεγαν να μην πάμε στο σκάφος του λιμενικού που μας βούλιαξε γιατί μπορεί να μας ρίξουν με τα όπλα. Κουράστηκα. Ορισμένα άτομα είχαν ανέβει στο δικό μας σκάφος που ήταν αναποδογυρισμένο. Πήγα κι εγώ για λίγο. Είδα ότι βουλιάζει κι έπεσα ξανά στο νερό. Κολυμπούσα, σταματούσα και προσευχόμουν»
Τον ρώτησα αν το Λιμενικό, μετά το ναυάγιο έκανε γρήγορες κινήσεις για τη διάσωση των ανθρώπων που βρίσκονταν στο νερό, αν τους έριξαν σωσίβια και γενικά πως φερθήκαν στους διασωθέντες:
«Όχι τίποτα δε μας έριξαν. Εγώ αποφάσισα να κολυμπήσω μόνος μου προς τα εκεί. Αν με σκοτώσουν, με σκότωσαν, έτσι κι αλλιώς πεθαμένος είμαι. Έφτασα στο φουσκωτό που ήταν κοντά τους, με τραβηξαν πάνω και μετά με πήγαν στο σκάφος του λιμενικού, μου έβαλαν μια κουβέρτα κι έμεινα εκεί μέχρι το πρωί, μετά μας μετέφεραν σ’ ένα γιοτ και με αυτό φτάσαμε στην Καλαμάτα. Υπήρχε αστυνομία από πάνω μας, όσοι είχαν τηλέφωνα τους τα πήραν , εμένα μου το έκλεψαν στη Λιβύη. Κάποιοι ζητούσαν να πάνε τουαλέτα, στην αρχή τους άφηναν, μετά όχι, ένας τα έκανε πάνω του. Δεν ήξερα που βρισκόμουν, έβλεπα συνέχεια το ναυάγιο, κρύωνα, πονούσα, είχα περάσει έξι μέρες χωρίς φαγητό και νερό, ήμουν χάλια.
Στην Καλαμάτα μας οδήγησαν σ’ έναν χώρο σαν αποθήκη, όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και ασθενοφόρα, μια σκηνή πρώτων βοηθειών και εξέταζαν τους διασωθέντες. Εγώ δεν άντεχα. Πονούσαν τα πόδια μου σα να ήταν σπασμένα. Έπεσα κάτω, με πήγαν στη σκηνή και μετά με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, όπου έμεινα περίπου πέντε μέρες. Ένας ξάδερφος μου που ζει στην Ιταλία, ήρθε αμέσως μόλις έμαθε τα νέα για να επισκεφτεί εμένα και τον αδερφό του που βρισκόμασταν στο νοσοκομείο. Του επέτρεψαν να με δει μόνο ένα λεπτό από την πόρτα με επίβλεψη της αστυνομίας που ηχογραφούσαν τι λέγαμε»
Η μέριμνα των ελληνικών αρχών, έτσι όπως απορρέει από τις διεθνείς συμβάσεις, για τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες που επέβαιναν στο αλιευτικό χωρίζεται σε δύο στάδια, στο τι έπραξαν ή τι δεν έπραξαν για να σώσουν τον κόσμο από ένα υπερφορτωμένο πλοιάριο που καταφανώς βρισκόταν σε κίνδυνο και στο πως αντιμετώπισαν τους διασωθέντες, αν δηλαδή τους παρείχαν και τους παρέχουν τη φροντίδα, την υποστήριξη και την προστασία που δικαιούνται. Όπως προκύπτει από τη δική μας μαρτυρία και πολλών ακόμα που έχουν μιλήσει, σε κανένα επίπεδο δεν έγιναν όσα έπρεπε.
«Το κράτος δε μου προσέφερε καμία βοήθεια με ψυχολόγους ή δικηγόρους. Έχω καταθέσει στον ανακριτή, έχω κάνει αίτηση ασύλου και δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Αν μου δώσουν χαρτιά, θα μείνω εδώ, θέλω να σταθεροποιηθώ κάπου, αν δεν έχω χαρτιά μπορεί να με πιάσουν και να με απελάσουν. Αν γυρίσω πίσω στην Αίγυπτο κινδυνεύει η ζωή μου γιατί έδειξα φωτογραφίες του διακινητή και το έμαθαν, μας διεμήνυσαν ξεκάθαρα ότι αν γυρίσουμε πίσω θα μας σκοτώσουν. Όχι οι διακινητές δεν ήταν πάνω στο καράβι.
Μας υποσχέθηκαν πως θα μας πάνε να μείνουμε κάπου καλά και τελικά μας πήγαν στο camp της Μαλακάσας. Τις πρώτες μέρες ένιωθα ότι το κρεβάτι ήταν καράβι και θα αναποδογυρίσει, δε μπορούσα να κοιμηθώ, έβλεπα εφιάλτες με το που έκλεινα τα μάτια μου ξυπνούσα αμέσως τρομαγμένος, αυτό κράτησε επάνω από ένα μήνα, αργότερα μου έδωσαν φάρμακα και με βοήθησε στον ύπνο. Δε μ’ αρέσει που ζω στο camp, δεν μπορώ να πάω πουθενά, είναι σα φυλακή.»
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΕΝΙΩΘΑ ΟΤΙ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΗΤΑΝ ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΙ ΘΑ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΕΙ, ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ.
Ζήτησα από τον Χ. να κλείσει τη μαρτυρία με τον τρόπο που επιθυμεί, με ό,τι ο ίδιος κρίνει πως είναι σημαντικό να επισημανθεί:
«Εμείς ζητήσαμε βοήθεια 8 το πρωί κι αυτοί ήρθαν 12 το βράδυ, ενώ ήξεραν που ήμασταν. Μας άφηναν να πεθάνουμε κι όταν είδανε ότι δεν πεθάναμε, ήρθαν, μας τράβηξαν με το σχοινί και μας έπνιξαν. Το πλοίο αναποδογύρισε εξαιτίας τους. Δε φοβάμαι να το πω καθαρά, γιατί ο θεός μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.»
Η τακτική της αοριστολογίας, της άρνησης εξηγήσεων, της υπεκφυγής στην οποία επιδίδεται το ελληνικό κράτος ούτε μακρόπνοο ορίζονταν μπορεί να έχει, ούτε φτάνει για να κρύψει το βουνό ευθυνών. Αντίθετα, ενέργειες πρωτοφανείς, όπως ήταν η απάντηση του Αρείου Πάγου στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα (το οποίο συμπεριελάμβανε και το ναυάγιο στην Πύλο) κινούνται στη μεταιχμιακή γραμμή φαιδρότητας και επικινδυνότητας, εκθέτουν τις αρχές της χώρας σε διεθνή κλίμακα και πιστοποιούν την υπονόμευση της ανεξάρτητης λειτουργίας της δικαιοσύνης και τη διαπλοκή της με πολιτικά συμφέροντα. Όσο περνάει ο καιρός και συγκεντρώνονται τα στοιχεία, επιβεβαιώνονται οι αρχικές υποψίες. Το πόρισμα της Frontex που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα είναι χαρακτηριστικό. Υπογραμμίζει παραλείψεις και προβληματικές ενέργειες του Λιμενικού σχεδόν σε κάθε στάδιο της εμπλοκής του, διατυπώνοντας ρητά τη θέση πως η διάσωση δεν ήταν προτεραιότητα των αρχών πριν το ναυάγιο και αξιολογώντας ως αξιόπιστες τις μαρτυρίες των επιζώντων, ότι το ναυάγιο προκλήθηκε όταν το πλωτό του Λιμενικού έδεσε σχοινί στη βάρκα των προσφύγων και επιχείρησε να τη ρυμουλκήσει, με αποτέλεσμα να αναποδογυρίσει. Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται πως η ίδια η Frontex είναι άμοιρη ευθυνών.
Η Ελένη Σπαθανά, δικηγόρος, μέλος της οργάνωσης “Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο-RSA”, σχολιάζει τη συγκεκριμένη εξέλιξη:
«Η δημοσιοποίηση του Πορίσματος της Έρευνας του Γραφείου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Frontex την περασμένη εβδομάδα, η οποία φαίνεται πως είναι προϊόν μιας εμπεριστατωμένης πρώτης έρευνας, επιβεβαιώνει τις αιτιάσεις της μήνυσης των επιζώντων για τις ευθύνες της λιμενικής αρχής και συγκεκριμένα, για εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις των ελληνικών λιμενικών αρχών που αφορούν στην έρευνα και τη διάσωση με αποτέλεσμα τον χαμό εκατοντάδων ανθρώπων ανοιχτά της Πύλου. Οι πράξεις, οι πλημμέλειες και οι παραλείψεις αυτές καταγράφονται στο Πόρισμα: καταγράφεται κατ’ αρχάς η μοιραία ολιγωρία, για την ακρίβεια, η μη κήρυξη επιχείρησης έρευνας και διάσωσης παρά μόνο μετά τη βύθιση του αλιευτικού και παρά το γεγονός ότι το σκάφος είχε εντοπιστεί από τις ελληνικές αρχές ευρισκόμενο σε κίνδυνο για πάνω από 12 ώρες. Επίσης, διαπιστώνονται εγκληματικές πλημμέλειες και παραλείψεις κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, από τον εντοπισμό του σκάφους μέχρι τη βύθισή του, ως προς την ενεργοποίηση και χρήση κατάλληλων μέσων για την διάσωση των επιβαινόντων ακόμα και κατά την επιχείρηση διάσωσης μετά τη βύθιση, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα μέσα, μέσα τα οποία είχε στη διάθεση του το Λιμενικό, όπως άλλα σκάφη του λιμενικού, ναυαγοσωστικά, παραπλέοντα σκάφη, ούτε καν η βοήθεια του Frontex ούτε βέβαια δόθηκαν σωσίβια ή άλλα σωστικά μέσα.
Καταλήγει, δε, στο συμπέρασμα ότι, «προκύπτει ότι, πριν από το ναυάγιο, η διάσωση δεν ήταν ο άμεσος στόχος των αρχών.». Επίσης, στο Πόρισμα καταγράφονται ως αξιόπιστες οι μαρτυρίες των επιζώντων για την απόπειρα ρυμούλκησης που απέβη μοιραία, παρότι δεν καταλήγει σε συμπέρασμα επ’ αυτού, επειδή δεν κατέχει επαρκείς πληροφορίες. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτη η αναφορά στο Πόρισμα ότι οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν έδωσαν σχετικές πληροφορίες και απαντήσεις σε ερωτήματα της έρευνας του Frontex. Θέλω, όμως, να προσθέσω κι ένα σχόλιο για τις ευθύνες του Frontex γιατί σ’ αυτό το σημείο το πόρισμα είναι αντιφατικά «απαλλακτικό». Ενώ λοιπόν το Πόρισμα καταλήγει ότι ο Frontex ορθά ακολούθησε τις διαδικασίες και μετά την εναέρια παρατήρηση διαβίβασε τις πληροφορίες στις ελληνικές αρχές χωρίς να εκδώσει σήμα συναγερμού έκτακτης ανάγκης(mayday) ωστόσο όταν δεν έλαβε ενημέρωση για έναρξη επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης από την ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να ελέγξει διεξοδικότερα τα γεγονότα και να κηρύξει κατάσταση κινδύνου.»
47 επιζώντες έχουν καταθέσει μήνυση με την υποστήριξη των οργανώσεων και συλλογικοτήτων Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο-RSA, Πρωτοβουλία δικηγόρων και νομικών για το ναυάγιο της Πύλου. Θα έπρεπε, φυσικά, για ένα τόσο κρίσιμο θέμα να ενεργοποιηθεί αυτεπάγγελτα η δικαστικά διερεύνηση. Εντούτοις, επειδή το μοναδικό που έγινε ήταν να διωχθούν ως «διακινητές» εννέα από τους επιζώντες, σύμφωνα με μια σχεδόν κανονικοποιημένη, εκδικητική και πέρα από κάθε λογική και τεκμηρίωση συνήθεια των διωκτικών αρχών να βαφτίζουν «διακινητές» είτε τους ίδιους τους πρόσφυγες, είτε άτομα που συμμετέχουν σε διασωστικές επιχειρήσεις, χρειάστηκε να κατατεθεί μήνυση κατά παντός υπευθύνου των εμπλεκόμενων ελληνικών Υπηρεσιών και Αρχών για το ναυάγιο.
«Στην παρούσα φάση, ως προς τη μήνυση των επιζώντων είναι σε εξέλιξη η προκαταρκτική εξέταση της Εισαγγελίας του Ναυτοδικείου Πειραιά. Συνεχίζονται οι καταθέσεις μαρτύρων, έχει κατατεθεί και συμπληρωματική μήνυση ενώ αναμένεται και κατάθεση μήνυσης και από συγγενείς των θυμάτων. Στο πλαίσιο των ανακριτικών πράξεων που έχει διενεργήσει η εισαγγελία ήταν η κατάσχεση και η αίτηση για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών μελών του Λιμενικού – ένα αίτημα που αρχικά απορρίφθηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο αλλά με έφεση της Εισαγγελίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου έγινε δεκτό. Αναμένουμε λοιπόν, περαιτέρω στοιχεία από την προκαταρκτική που συνεχίζεται, παρότι φαίνεται να υπάρχουν ζητήματα όπως το γεγονός ότι συναφή στοιχεία της δικογραφίας που σχηματίσθηκε στην Καλαμάτα δεν έχουν, εξ όσων γνωρίζουμε, αποσταλεί και συνακόλουθα παραμένουν υφιστάμενα και κενά που σχετίζονται με αυτήν.
Χαρακτηριστικά, αναπάντητο παραμένει το ερώτημα για την τύχη και περαιτέρω, αξιοποίηση ως στοιχείων, των κινητών των επιζώντων που «βρέθηκαν» σε μια αποθήκη στα Κύθηρα μετά την αφαίρεσή τους από μέλη του ΠΛΣ920. Υπενθυμίζουμε ότι, παράλληλα υπάρχει σε εξέλιξη η ποινική διαδικασία ενώπιον των ανακριτικών αρχών της Καλαμάτας ως προς τη δικογραφία που σχηματίσθηκε κατά 9 επιζώντων που κατηγορούνται για σειρά αδικημάτων και οι οποίοι, φερόμενοι κατ’ αρχάς ως εμπλεκόμενοι στη διακίνηση των επιβατών του πλοίου, κατηγορούνται ακόμα και για την πρόκληση ναυαγίου. Ενημερωθήκαμε μάλιστα ότι προ ολίγων ημερών ολοκληρώθηκε το πέρας της ανάκρισης. Ανεξάρτητη έρευνα διεξάγει και ο Συνήγορος του Πολίτη, δεδομένης της απουσίας πειθαρχικής έρευνας και της άρνησης διεξαγωγής της από τις αρχές του Λιμενικού. Το ότι δεν διεξήχθη έρευνα από το Λιμενικό είναι εξόχως προβληματικό, κάτι που σημειώνεται και στο πόρισμα του Frontex.
Ως προς την τύχη των επιζώντων, η πλειοψηφία των ανθρώπων που έλαβαν ταξιδιωτικά έγγραφα, όλοι από Συρία, έχουν μεταβεί σε άλλες χώρες αναζητώντας υποστηρικτικό πλαίσιο, συγγενείς, φίλους. Οι υπόλοιποι παραμένουν σε μια μετέωρη κατάσταση, ζουν σε συνθήκη παρατεταμένης αγωνίας και άγχους, έχοντας περάσει αυτήν την τραυματική εμπειρία. Το ότι το νομικό τους καθεστώς παραμένει ασαφές τους δημιουργεία νασφάλεια που επιδεινώνει την ήδη κακή ψυχολογική τους κατάσταση. Επισημαίνουμε ότι οι άνθρωποι που προέρχονται από την Αίγυπτο και το Πακιστάν, αν απελαθούν θα κινδυνέψουν γιατί έχουν στοχοποιηθεί ως μάρτυρες από τα κυκλώματα διακίνησης, σε μια υπόθεση που έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στις χώρες τους. Έχουμε ήδη δύο επιζώντες που έχουν λάβει απορριπτικές απαντήσεις στο αίτημα ασύλου τους και βρίσκονται σε κίνδυνο και σε απόγνωση. Εμείς, όλες οι οργανώσεις και συλλογικότητες που τους υποστηρίζουμε και τους εκπροσωπούμε, θα σταθούμε από την πλευρά μας δίπλα τους για να τους δοθεί η προστασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία και είναι επιβεβλημένη υπό το βάρος των γεγονότων που έχουν προηγηθεί» αναφέρει η Ελένη Σπαθανά.
Διαβάστε την συνέχεια στο news247.gr