Σημαντικά αυξημένους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, λόγω της διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εντάσεων, του κινδύνου απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, αλλά και των πρόσφατων αναταράξεων στα τραπεζικά συστήματα των ΗΠΑ και της Ελβετίας.
Παρότι η ΤτΕ τονίζει στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητάς της, ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σήμερα σε σαφώς καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να απορροφήσει τους κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές, εντούτοις σημειώνει ότι τα κόκκινα δάνεια παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ζητά να συνεχιστούν οι προσπάθειες σε αυτό το μέτωπο, μπροστά στον κίνδυνο δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η υλοποίηση της στρατηγικής των τραπεζών για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμόρφωσε το δείκτη ΜΕΔ σε μονοψήφιο ποσοστό για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες, τονίζει η κεντρική τράπεζα, συμπληρώνοντας ότι η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε περαιτέρω και διαμορφώθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο, άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, ενισχυόμενη από την επίτευξη κερδοφορίας μετά από δύο ζημιογόνες χρήσεις. Επιπλέον, η ρευστότητα του τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και παρά την εθελοντική αποπληρωμή μέρους της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Να συνεχιστούν οι προσπάθειες για μείωση των κόκκινων δανείων
Η εν δυνάμει ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό επίπεδο, οι σταδιακά διαμορφούμενες αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, αλλά και ο κίνδυνος εμφάνισης εξωγενών αναταράξεων στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, συνθέτουν και καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το ευμετάβλητο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας προκλήσεις όπως η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και της κεφαλαιακής επάρκειας και η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας, σημειώνει η ΤτΕ.
Το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2022: 8,7%) μειώθηκε, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση, τονίζεται. Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας ενδέχεται να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και να συμβάλουν στη δημιουργία νέων ΜΕΔ.
Η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία το 2022 χαρακτηρίζεται σαν θετική εξέλιξη, ενώ και το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων. Βραχυπρόθεσμα, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενισχύει τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, εξηγεί η ΤτΕ.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
πηγη moneyreview.gr